Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Αποχαιρετώντας το έτος Καβάφη

Γράφει ο  ΚΩΣΤΑΣ ΖΩΤΟΠΟΥΛΟΣ


Πλούσιος είναι ο απολογισμός του έτους Καβάφη, για τα 150 χρόνια από τη γέννησή του. Πραγματοποιήθηκε πλήθος εκδηλώσεων σε όλη τη χώρα αλλά και αρκετές στην πόλη της Καλαμάτας.
Σαν μια ακόμα ψηφίδα σε αυτή την απότιση τιμής ας προστεθεί και το ακόλουθο κείμενο, μεγάλο μέρος του οποίου διαβάστηκε ως εισαγωγή από τον υποφαινόμενο στην εκδήλωση για τον Καβάφη, που διοργανώθηκε από την Ένωση Μεσσηνίων Συγγραφέων και πραγματοποιήθηκε στις 25.11.2013, στο Πνευματικό Κέντρο της Καλαμάτας, με κεντρικούς ομιλητές την φιλόλογο και κριτικό λογοτεχνίας κ. Μαρία Στασινοπούλου, και τον ποιητή και βιβλιογράφο κ. Δημήτρη Δασκαλόπουλο.

Ο Καβάφης, από όλους τους έλληνες λογοτέχνες των πρόσφατων αιώνων είναι εκείνος που έχει μεταφραστεί περισσότερο. Το έργο του μεταφράστηκε σε όλες σχεδόν τις γνωστές γλώσσες και για την ποίησή του έχουν γραφεί εκατοντάδες βιβλίων. Έχει επηρεάσει όσο κανένας άλλος έλληνας ποιητής τους ομοτέχνους του. Υπάρχουν ποιητές, έλληνες και ξένοι, που ακολούθησαν τον ποιητικό του τρόπο και έχουν δημοσιευτεί ακόμα και ανθολογίες καβαφογενών ποιημάτων. Το έργο του διδάσκεται σε ξένα πανεπιστήμια και οργανώνονται γι αυτό διεθνή συνέδρια.
Κινούμενος στην περιφέρεια του αλύτρωτου ελληνισμού και της ελληνικής διασποράς στην Ευρώπη (Λονδίνο, Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια), ο Καβάφης βρέθηκε σε συνεχή διάλογο με την ευρωπαϊκή σκέψη στο χώρο της λογοτεχνίας, της κριτικής της, και της ιστοριογραφίας. Ο ποιητής συγχρονίζεται με την εποχή του και βρίσκεται σε μια συνεχή διαπραγμάτευση με το ευρύτερο ρεύμα του μοντερνισμού, ένα ρεύμα που θεωρείται ότι το πιο παραδειγματικό κίνητρό του  ήταν η απόρριψη της παράδοσης και η παρωδία της ή η χρήση της υπό νέες οπτικές γωνίες και ερμηνεύσεις.
Ορισμένα από τα κυριότερα μοτίβα και χαρακτηριστικά του καβαφικού έργου, τα οποία έχουν αναλυθεί επί μακρόν, είναι η απαισιόδοξη και ειρωνική ματιά στην ιστορία και στα εγκόσμια, ο χρόνος, η εξύμνηση της φθοράς αυτοκρατοριών και κορυφαίων προσώπων, ο διδακτικός τόνος, η επιγραμματικότητα στίχων του, η ανάδειξη της τραγικότητας και του αδιεξόδου του ομοερωτισμού, αλλά συνάμα και η εξιδανίκευσή του.
Ο Καβάφης προέβαλε με μοναδικό ύφος τον ελληνισμό ως τρόπο ζωής, όχι μόνο ως ιδέα αλλά προ πάντων ως καθημερινότητα. Βέβαια δεν προσπάθησε να παίξει ποτέ το ρόλο του εθνικού βάρδου, αλλά υπήρξε ο ποιητής ενός πολιτισμού σε παρακμή και ιδιαίτερα του τελευταίου μακεδονικού βασιλείου, του Αλεξανδρινού.
Παρά την εκτεταμένη ανάλυση του έργου του, παρά το πέρασμα εκατό περίπου χρόνων, το έργο του ακούγεται ακόμα και σήμερα νέο, επίμονα μοντέρνο και δεκτικό σε σχολιασμό. Η ανθεκτική γοητεία της ποίησής του οφείλεται και στην ιδιότητά της να ανταποκρίνεται σε ποικιλόμορφες αναγνωστικές ανάγκες, να ικανοποιεί ετερόκλιτα ενδιαφέροντα αναγνωστών από διαφορετικές εποχές και να γεννά διαφορετικές ερμηνείες. Ένα από τα πρώτα στοιχεία που θέλγουν τον αναγνώστη αφορά την καβαφική θεματική και ειδικότερα την επιλογή ανθρώπινων χαρακτήρων που τοποθετούνται σε αναγνωρίσιμες καταστάσεις.

  • Στο δοκιμιακό του έργο έχει εκφράσει απόψεις για την ποιητική, ως προτάσεις, που όμως αφορούν και ισχύουν και για το δικό του έργο. Στους στοχασμούς του αναφέρεται στην ειλικρίνεια και στην αληθοφάνεια του ποιήματος. Επίσης, στην επικέντρωση του ποιήματος σε έναν σαφή θεματικό άξονα, στη συσπείρωση γύρω από ένα θέμα, συνήθως ψυχολογικής ή ηθικής φύσεως, το οποίο ξεδιπλώνεται με συνέπεια. Ακόμη, αίτημα στα δοκίμιά του και χαρακτηριστικό της δικής του ποίησης, είναι η οικονομία των ρητορικών μέσων, η λακωνικότητα του ύφους, η προσοχή στη διαφάνεια και ακρίβεια της έκφρασης και στην επιλογή των εικόνων. Στο έργο του τα σύμβολα που χρησιμοποιεί για να χτίσει αλληγορίες αφήνουν πάντα την αίσθηση προσεγγίσιμου βάθους, αποκλείοντας κάθε ερμητικότητα.
  • Κάποιοι μελετητές, υιοθετώντας την άποψη ότι η ειρωνεία μπορεί να προκαλέσει ισχυρά συναισθήματα, διότι βυθίζει τον κόσμο σε αμφισημία, στερώντας μας τη βεβαιότητα ότι το νόημα των λέξεων είναι αυτό που εμφανώς δηλώνουν, υποστήριξαν ότι η συγκινησιακή εμπειρία της Καβαφικής ποίησης εντοπίζεται στην ειρωνεία του. Η ειρωνεία, στην καβαφική ποίηση, δεν ξεπηδά από έναν λόγο αποστασιοποιημένο, αλλά εμπλεγμένο στα γεγονότα, γεμάτο δισταγμό, αμφισημία και απροθυμία να προσφέρει την τελευταία λέξη σε οποιαδήποτε ιστορική κατάσταση, ακόμα κι όταν φαίνεται να κάνει το αντίθετο. Πρόκειται για μια ειρωνική υπονόμευση εκδοχών της ίδιας πραγματικότητας.
  • Ως ιστορικός ποιητής, που είναι κυρίως ο Καβάφης, επέτυχε αριστοτεχνικά αυτό που ο Αριστοτέλης ορίζει ως διαφορά της ποίησης από την ιστορία, ότι δηλαδή η ποίηση είναι φιλοσοφικότερη από την ιστορία, διότι μας μιλάει για το «καθ’ όλου», για το καθολικό και γενικό, το οποίο ισχύει σε κάθε εποχή και σε κάθε κοινωνία. Η φράση, από την Ποιητική, έχει ως εξής: «δι' ό και φιλοσοφώτερον και σπουδαιότερον ποίησις ιστορίας εστίν• η μεν γαρ ποίησις μάλλον τα καθ' όλου, η δ' ιστορία τα καθ' έκαστον λέγει». Αυτό το «καθ’ όλου» της καβαφικής ποίησης βασίζεται στο ήθος των προσώπων που παρουσιάζει και στα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες των κόσμων που προτιμά να εμφανίζει και που εντοπίζονται κυρίως στον ελληνιστικό κόσμο και στο παρακμιακό τμήμα του βυζαντίου. Είναι γνωστό το πάθος του ποιητή για τη  βυζαντινή παρακμή και για τις βασιλικές μορφές της, ιδίως ή συμπάθειά του για συγκεκριμένες αυτοκράτειρες με τραγικούς ή αντιφατικούς ρόλους. Ακόμη, το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του για τον μεταιχμιακό Ρωμαίο αυτοκράτορα Ιουλιανό, που προσωποποιεί τη σύγκρουση και τη συνύπαρξη του χριστιανισμού και της ειδωλολατρίας. Γεγονότα και πρόσωπα των περιόδων αυτών δίνουν το ιστορικό υπόστρωμα στα ποιήματα του Καβάφη.  Ο ποιητής συμπυκνώνει χαρακτηριστικά συγκυρίες και συναισθήματα που αφορούν: το αρχαίο κλέος που χάθηκε οριστικά και απομένει μόνο ως αρρωστημένη ανάμνηση, τον κόσμο που τα όριά του ανοίγουν πολύ και απότομα, στοιχείο που μοιάζει πολύ με τη σύγχρονη εποχή μας, τις παλαιές βεβαιότητες που καταρρέουν, την εξουσία που αναγορεύεται σε ύψιστη αξία, τον τυχοδιωκτισμό και, περισσότερο ίσως από όλα, την αίσθηση ότι οποιαδήποτε προσπάθεια είναι καταδικασμένη, επειδή κάποιοι άλλοι, κάπου αλλού, έχουν αλλιώς αποφασίσει.
  • Το πολιτικό στοιχείο στην ποίησή του έχει υπερερμηνευθεί με τα μνημειώδη έργα του Στρατή Τσίρκα «Ο Καβάφης και η εποχή του» (που απέσπασε κρατικό βραβείο δοκιμίου το 1958) αλλά κυρίως με το έργο του «Ο πολιτικός Καβάφης». Η υπερερμηνεία του Τσίρκα, γίνεται προφανής αν λάβουμε υπόψη μας ότι ο Καβάφης, ενώ αναδεικνύει κοινωνικές διαφορές και αδιέξοδα, μιλώντας για νέους του κοινωνικού περιθωρίου και για φτωχούς νέους, και μάλιστα τους αναβιβάζει σε κάποια ποιήματα σε κύριους ήρωες, μεταδίδει στον αναγνώστη με έμμεσο αλλά δυνατό τρόπο το αίσθημα περί αδικίας, ωστόσο δεν διαφαίνεται ή υποδηλώνεται στο έργο του κάποιο κοινωνικό ή πολιτικό μήνυμα, δηλαδή κάποια ένδειξη άποψης που να μπορεί να τοποθετηθεί σε κάποια περιοχή του πολιτικού φάσματος. Και θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας  ότι τα ποιήματα αυτά γράφτηκαν στις αρχές του εικοστού  αιώνα, δηλαδή σε μια εποχή εντονότατων κοινωνικών και πολιτικών κινημάτων, η επιρροή και οι απόηχοι των οποίων δεν έλειψαν βέβαια από την κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια. Η καβαφική ποίηση διαθέτει μια πολιτική διάσταση, με την ευρεία όμως έννοια, ότι αφηγείται το παρελθόν επιχειρώντας να το διερευνήσει και να το ανασυστήσει με έναν ιδιαίτερο τρόπο που παραπέμπει σε πολιτικές προεκτάσεις, δηλαδή κατά πολύ έμμεσο τρόπο.
  • Ο Καβάφης, έχοντας ασχοληθεί πολύ με τον πρώιμο χριστιανισμό, αναφέρεται σε αρκετά ποιήματά του σε εποχές συνύπαρξης του χριστιανισμού με την ειδωλολατρία, στους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού. Τηρεί απόσταση και αντιμετωπίζει με την ειρωνεία του το ζήτημα, αλλά στο βάθος διαφαίνεται ότι η χριστιανική λατρεία στο έργο του παρουσιάζεται ως ένας κόσμος πολύτιμος, ιερός και αγαπημένος,  γεγονός που σε κάποια ποιήματα φαίνεται απροκάλυπτα. Για παράδειγμα το ποίημα «Τρόμος», που ανήκει στα «Κρυμμένα» ποιήματα, αποτελεί μια σπαρακτική προσευχή. Αλλά και στα ποιήματα του «κανόνα» του, δηλαδή στο σύνολο των 154 ποιημάτων που ο ίδιος όρισε ως παραδεδεγμένα, υπάρχουν ποιήματα όπου διαφαίνεται αυτή η τάση («Μανουήλ Κομνηνός», «Στην εκκλησία», «Ιερεύς του Σεραπίου» κ.ά.). 
  • Ένα άλλο από τα βασικά χαρακτηριστικά της ποίησης του Καβάφη είναι ο ηδονισμός, η ερωτοπάθεια, η εμμονή στο ερωτικό ίνδαλμα και η εξιδανίκευση του ομοερωτισμού. Ο Καβάφης σε πολλά ερωτικά του ποιήματα αναφέρεται στην ομοερωτική επιλογή κατά εξαιρετικά θετικό ποιητικό τρόπο, φθάνοντας στο σημείο μάλιστα να τον συνδέσει αποκλειστικά με τον ελληνικό (δηλαδή τον αρχαιοελληνικό ) τρόπο (όπως στο ποίημα «Οροφέρνης», του «κανόνα», και στο ποίημα «Έτσι», από τα «Κρυμμένα ποιήματα»). Και εξιδανικεύει τον ομοερωτισμό, αναφερόμενος στο ιστορικό παρελθόν αλλά και στην εποχή του («Επήγα», «Πέρασμα» κ.ά. - ποιήματα του «κανόνα»). Συνάμα σε πολλά από τα ποιήματα αυτά συνυπάρχει και το στοιχείο της ανάδειξης κοινωνικών διαφορών μεταξύ των εραστών, καθώς και οικονομικών συναλλαγών. Τόσο στην εκδοχή του πλούτου όσο και σε εκείνη της φτώχειας, αναδεικνύεται η τραγικότητα των προσώπων που συχνά βρίσκονται σε ερωτικό αδιέξοδο, αλλά που πάντοτε είναι αντιμέτωπα με την αποδοκιμασία της κοινωνίας. Σε άλλα ερωτικά του ποιήματα αναφέρεται μία ανάμνηση χωρίς να μας δίνεται το φύλο του άλλου προσώπου, έτσι ώστε τα παραγόμενα συναισθήματα να υπερβαίνουν τις διακρίσεις των ερωτικών προτιμήσεων. Αυτή η υπέρβαση αφορά και τα ερωτικά ποιήματα όπου εκφράζεται μια υπερβολή ερωτοπάθειας, όπου το ποιητικό υποκείμενο βασανίζεται, κατακλύζεται, διακατέχεται από την έμμονη ιδέα των ινδαλμάτων της ηδονής που επιθυμεί. Αυτό το βασανιστήριο των ινδαλμάτων της ηδονής, μπορεί να αφορά βέβαια κάθε είδους ερωτική προτίμηση, και από αυτή την άποψη το ποίημα αποκτά καθολική απήχηση. Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα είναι το ποίημα «Θάλασσα του πρωϊού».


Ο Καβάφης είναι ένας ποιητής που επηρέασε κατά πολύ και που εξακολουθεί να επηρεάζει. Θεωρείται μοντερνιστής με ιδιαίτερο γνώρισμα τον άμεσο καθημερινό λόγο (με το ιδιαίτερο γλωσσικό ιδίωμα της εποχής του αλλά και με χαρακτηριστικά προσωπικού ιδιώματος). Χρησιμοποιεί το στοιχείο της πεζολογίας, το οποίο σε ορισμένες περιπτώσεις γίνεται τόσο έντονο, ώστε να χάνεται ο εσωτερικός ρυθμός του ποιήματος ή να μην τηρούνται  πλέον οι όμορφες και επεξεργασμένες παρηχήσεις και συνηχήσεις του, για να τονισθεί έμμεσα, με την παρέκκλιση αυτή, ένα δραματικό νόημα. Αυτή η «πεζότητα» είναι ίσως το πιο διακριτό χαρακτηριστικό της ποιητικής του ώριμου Καβάφη.
Ορισμένοι στίχοι του είναι καθαρώς αποφθεγματικοί και έχουν αποκτήσει μια θέση κοινού τόπου στην ελληνική γλώσσα, καθώς και κάποιοι τίτλοι ποιημάτων του, όπως, για παράδειγμα: «ας φρόντιζαν», «και άλλα ηχηρά παρόμοια», «για Λακεδαιμονίους θα μιλάμε τώρα;», «και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς βαρβάρους;».
Κλείνοντας το σημείωμα αυτό, ας παρατηρήσω ότι μέσα στις πολλές πρόσφατες εκδηλώσεις, συζητήσεις και εκδόσεις έργων για τον Καβάφη, διατυπώθηκαν και απόψεις αμφισβήτησης για ορισμένες πλευρές του έργου του. Θα αναφερθώ σε μία μόνο από αυτές. Υποστηρίχτηκε ότι η αίγλη και η καθιέρωση του Καβάφη σήμερα, είναι παροδική και συγκυριακή και ότι οφείλεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι η ποίησή του, μια ποίηση αναστοχασμού της συντελεσμένης ιστορίας με επικέντρωση στην παρακμή των κοινωνιών, είναι ιδιαίτερα ταιριαστή σε ένα κόσμο διάψευσης των πολιτικών και κοινωνικών οραμάτων, περισυλλογής και σκεπτικισμού, όπως είναι ο δικός μας, σε μια εποχή κρίσης. Μια απάντηση που θα μπορούσε να δοθεί σε αυτό είναι ότι ο ποιητής, χρησιμοποιώντας ως καμβά ένα μακρινό  ιστορικό παρελθόν, ανέπτυξε και μετέπλασε ποιητικά μια χαρακτηρολογία του ανθρώπινου δράματος, με τα πάθη, τις αντιφάσεις, τις ψευδαισθήσεις, τα διλήμματα, τους καταναγκασμούς και τα υπαρξιακά αδιέξοδα ανθρώπων με μετέωρη, αβέβαιη ή ιστορικά ακυρωμένη ταυτότητα. Αυτή η ποιητική μετάπλαση φαίνεται σήμερα, εκατό χρόνια μετά, τόσο επιτυχής και αισθητικά υψηλή, ώστε να υπερβαίνει τον ορίζοντα μιας συγκεκριμένης εποχής και να καθίσταται διαχρονική και γενική, κατά την Αριστοτελική άποψη που προαναφέρθηκε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου