Αρκετά επιφυλακτικοί για τη φετινή χρονιά εµφανίζονται οι Έλληνες παραγωγοί γαλοπούλας, µε την κατανάλωση να µην είναι σύµµαχός τους, την ώρα που το κόστος παραγωγής παραµένει υψηλό.
Κι ενώ οι παραγωγοί καταγράφουν µείωση για τη φετινή χρονιά, µε το µέλλον τους να τίθεται υπό αµφισβήτηση, η αγοραστική δύναµη του Έλληνα καταναλωτή πλήττει άµεσα το έθιµο της Χριστουγεννιάτικης γαλοπούλας, θέτοντας τη νοστιµότερη, ντόπια και ποιοτική γαλοπούλα υπό εξαφάνιση.
Στις αρχές της δεκαετίας τα Τρίκαλα παρήγαγαν 15.000 γαλοπούλες ετησίως, ενώ πλέον δεν ξεπερνιούνται οι 7.000, µε την καθοδική πορεία να συνεχίζεται. Το θετικό της υπόθεσης είναι πως το αρµόδιο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης φαίνεται να καθιερώνει τις ενισχύσεις de minimis για τους παραγωγούς γαλοπούλας, πράγµα που, αν και µοιάζει σταγόνα στον ωκεανό, δείχνει πως πλέον υπάρχει κάποια πρόβλεψη για τον κλάδο και πως οι παραγωγοί γαλοπούλας δεν έχουν αφεθεί απολύτως στη µοίρα τους.
Η τιµή που πούλησαν οι πτηνοτρόφοι στους κρεοπώλες για την περασµένη χρονιά, διαµορφώθηκε στα 4,30-4,50 ευρώ το κιλό, ποσό που αναλογούσε µονάχα στην απόσβεση των ζωοτροφών, σύµφωνα µε τους ίδιους, ενώ φέτος η τιµή θα πρέπει να ξεπεράσει τα 5 ευρώ προκειµένου οι παραγωγοί να αποσβέσουν τα έξοδά τους, ειδάλλως αρκετοί από αυτούς θα το σκεφτούν για το αν θα συνεχίσουν την εκτροφή γαλοπούλας.
Κρίσιµος παράγοντας για το µέλλον του κλάδου, πέρα από το ετήσιο κόστος παραγωγής, είναι και το αρχικό κόστος της επένδυσης, το οποίο παραµένει υψηλό, αποτρέποντας την είσοδο νέων πτηνοτρόφων. Σύµφωνα µε τον κ. Λαγαρά ένας επαγγελµατικός θάλαµος για 2.000 γαλοπούλες, κοστολογείται περί τις 25-30.000 ευρώ.
Παρά το γεγονός ότι η γαλοπούλα έχει κερδίσει το ενδιαφέρον του καταναλωτή τα τελευταία χρόνια, η ελληνική παραγωγή καλύπτει λιγότερο από το 10% της εγχώριας ζήτησης, φτάνοντας µετά βίας τους 3.000 τόνους και το 1,5% της παραγωγής πουλερικών, αφήνοντας τη µερίδα του λέοντος στα εισαγόµενα.
Η εισαγωγή γαλοπούλας γίνεται σχεδόν αποκλειστικά από Ιταλία, Ολλανδία και Γαλλία, παρά το γεγονός ότι εκεί έχουν σηµειωθεί κρούσµατα της γρίπης των πτηνών, ενώ στην Ελλάδα δεν έχει καταγραφεί ούτε ένα τελευταία. Ωστόσο, παρά την υψηλή ποιότητα της ντόπιας γαλοπούλας, γεγονός είναι ότι ο Έλληνας θα ζοριστεί να την αγοράσει για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι και έτσι σε λίγο καιρό όποιος θέλει να τη γευτεί, θα πρέπει να έχει προσωπική σχέση µε τους εναποµείναντες κτηνοτρόφους ή τους πρώην επαγγελµατίες που θα διατηρούν πλέον µικρές ποσότητες ερασιτεχνικά.
Γάλος από την Ινδία, Τούρκος ή αλλιώς… µελεαγρίδα
Στη Γαλλία η ονοµασία της προέρχεται από τους Ιησουίτες (jesuite), στην Τουρκία από την Ινδία (hindi), στις ΗΠΑ από την Τουρκία (turkey) και στην Ιταλία λέγεται «γάλος από την Ινδία» (galo d’India) αναλόγως µε την εθνικότητα ή τη θρησκεία των εµπόρων που ξεκίνησαν τη διακίνηση. Η παράδοση του εορταστικού γεύµατος λέγεται ότι ξεκίνησε από τον Ερρίκο τον Η’, ο οποίος ήταν και ο πρώτος Βρετανός µονάρχης όπου δείπνησε µε γαλοπούλα σε γιορτινό τραπέζι.
Η δαπάνη θέρµανσης βαραίνει τις µονάδες
Το κόστος παραγωγής σε µια εκτροφή γαλοπούλας καθορίζεται από την τιµή των ζωοτροφών, το κόστος της αγοράς των πουλιών, που φτάνει το 1 ευρώ έκαστο, καθώς και της θέρµανσης, αφού τα πουλιά µέχρι την 30ή ηµέρα της ζωής τους θέλουν συγκεκριµένη θερµοκρασία, που επιτυγχάνεται µε εγκαταστάσεις υγραερίου και σκοπό να µειώνει τις όποιες απώλειες σε πτηνά. Έτσι µε τα σηµερινά δεδοµένα το κόστος εκτροφής υπολογίζεται στα 3,80 ευρώ το κιλό.
Στην Ελλάδα εκτρέφονται κυρίως οι ντόπιες µαύρες γαλοπούλες, οι οποίες αν και έχουν πιο σκληρό κρέας, διακρίνονται από τις κοινές άσπρες ως προς την ποιότητα και τη γεύση τους.
Η ντόπια µαύρη γαλοπούλα είναι πιο µικρή και µεγαλώνει σε 5,5-6 µήνες, ενώ η άσπρη εκτρέφεται εντατικά και αποκτά εµπορικό µέγεθος σε 3-3,5 µήνες, γεγονός που παίζει καθοριστικό ρόλο τόσο στην ποιότητα του κρέατος, όσο και στο κόστος παραγωγής.
Κατά τη διατροφή των νεοσσών χρησιµοποιούνται τεσσάρων τύπων σιτηρέσια, στα οποία µειώνεται το ποσοστό των κυτταρινών µε τα στάδια, ενώ η ενέργεια µένει η ίδια για να µην παραταθεί ο χρόνος των τελικής παχύνσεως ή αναπαραγωγής.
Να σηµειωθεί ότι το εναρκτήριο σιτηρέσιο πρέπει να έχει ενέργεια παραπλήσια εκείνης του κριθαριού, ολικές αζωτούχες ουσίες πάνω από 28% και κυτταρίνες µέχρι 4%.
Του ΒΑΣΙΛΗ ΖΑΡΙΤΑ
από το agronews
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου