ΙΔΙΑΖΟΥΣΑ περίπτωση Έλληνα καλλιτέχνη, είναι ο Ευριπίδης Λασκαρίδης! Και με το “ιδιάζουσα” εννοώ ασφαλώς “μη συνηθισμένη” και σαφώς ιδιαιτέρως αξιόλογη. Σπούδασε υποκριτική στο Θέατρο Τέχνης και συνέχισε τις σπουδές του με ένα μεταπτυχιακό στην σκηνοθεσία θεάτρου στη Νέα Υόρκη.
Ασχολείται επαγγελματικά με τη σκηνοθεσία
θεάτρου και ταινιών μικρού μήκους και έχει διακριθεί και βραβευτεί συχνά για το
έργο του, ενώ έχει ιδρύσει από το 2009 την ομάδα θεάτρου “Όσμωσις”,
παρουσιάζοντας δουλειές τους στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, στο Εθνικό
Θέατρο, στο θέατρο Εμπρός και άλλα γνωστά θέατρα και φεστιβάλ της Ελλάδας και
του εξωτερικού.
Εκτός Ελλάδας έχει
παρουσιάσει παραστάσεις του στο New York City Fringe, στην Judson Church, το Dixon Place και στην 11η Μπιενάλε Ευρωπαίων και Μεσογειακών καλλιτεχνών.
Η παράσταση Relic επιλέχτηκε από το δίκτυο Aerowaves για το 2015 και μέχρι στιγμής έχει ταξιδέψει στη Βαρκελώνη και τη Βιέννη,
ενώ θα περιοδεύσει και σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις μέσα στο 2016.
Ανάμεσα σε
πυρετώδεις προετοιμασίες για την παρουσίαση της παράστασής του στην Καλαμάτα
και ενώ τεχνικοί και φωτιστές δούλευαν εντατικά μαζί του για το στήσιμο της
παράστασης, ο Ευριπίδης Λασκαρίδης είχε την καλοσύνη να μας παραχωρήσει μία συνέντευξη,
στην οποία μιλά για τη νέα του δουλειά και όχι μόνο.
Ιδού λοιπόν η
κουβέντα που είχαμε με τον Ευριπίδη Λασκαρίδη.
“Φ” Ευριπίδη με τί διάθεση θα ήθελες να έρθει απόψε το
κοινό στην παράστασή σου;
Ε.Λ. «Με μια απορία
για το τί θα δει και μια ανοιχτή διάθεση, μία ετοιμότητα για το απροσδόκητο»!
“Φ” Για τί μιλάει αυτή η παράσταση;
Ε.Λ. «Αυτή η
παράσταση μιλάει για αυτά που έχουν απομείνει. Relic είναι το απολίθωμα, αυτό που έχει απομείνει, και
προέρχεται από τη λατινική λέξη relinque».
“Φ” Για ποιό λόγο στη θεματολογία των παραστάσεών σου
βρίσκονται η γελοιότητα και η μεταμόρφωση;
Ε.Λ. «Γιατί δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά!
(χαμόγελο) Κοίταξε, η μεταμόρφωση είναι χαραγμένη στο DNA μας, μεταμορφωνόμαστε καθημερινά, είτε φαίνεται είτε δε
φαίνεται. Αλλάζουμε. Γερνάμε, το κύτταρο διαφοροποιείται, δεν υπάρχει κάτι που
να μην μεταμορφώνεται. Απλά η μεταμόρφωση είναι αργή.
Δεν είναι τυχαίο
που και στη θρησκεία και στη μυθολογία η μεταμόρφωση έρχεται και ξανάρχεται, δε
συμβαίνει μόνο στην επιστήμη, γιατί είναι ένα δομικό χαρακτηριστικό της
ανθρώπινης φύσης και του κόσμου. Μέσα από αυτό το δομικό χαρακτηριστικό εγώ
προσωπικά απελευθερώνομαι, τη χρησιμοποιώ με έναν πολύ έντονο τρόπο τη
μεταμόρφωση έτσι ώστε να απελευθερωθεί κάτι και να μπορέσω να δω την ποίηση
μέσα στη ζωή, μέσα στην καθημερινότητα».
“Φ” Και μέσα από τη μεταμόρφωση υπάρχει και εξέλιξη
φαντάζομαι...
Ε.Λ. «Βέβαια,
φυσικά!»
“Φ” Τί εννοείς όταν λες ότι νοιώθεις περισσότερο
«τοπογράφος» παρά χορογράφος;
Ε.Λ. «Μπήκα στην
αρχιτεκτονική πριν μπω στο Θέατρο Τέχνης και προερχόμενος από μία οικογένεια
που ήταν μέσα στην αρχιτεκτονική, η αίσθηση του χώρου για μένα είναι η δουλειά
μου. Δηλαδή, ο τρόπος με τον οποίο καταλαβαίνω τις παραστατικές τέχνες είναι
μέσα από το χώρο.
Επομένως επειδή δεν
έχω σπουδάσει και δεν έχω βρεθεί σε σχολή χορού ή χορογραφίας, μπορώ και αντιλαμβάνομαι
την κίνηση στον χώρο μέσα από την τοπογραφία της. Δηλαδή, μέσα από έναν χάρτη ο
οποίος είναι τρισδιάστατος και είναι στο μυαλό μου. Και έτσι μπορώ και κινώ όχι
μόνο τα σώματα αλλά και τις δράσεις οι οποίες αναπτύσσονται σ’ ένα τρισδιάστατο
εργόχειρο, μέσα σ’ αυτό το χώρο».
“Φ” Και πώς ακριβώς σε “έχασε” το θέατρο και σε κέρδισε ο
χορός (ή έστω η περφόρμανς!); (Σ.σ. Ο Ευριπίδης
Λασκαρίδης ήταν υποψήφιος για το βραβείο καλύτερου ηθοποιού της Ένωσης Ελλήνων
Κριτικών Θεάτρου το 1998)
Ε.Λ. «Βρισκόμενος
στη Νέα Υόρκη είχα την ευκαιρία να δω θεάματα που δεν τα είχαμε δει εδώ στην
Ελλάδα ακόμα τότε. Πριν έρθει δηλαδή εδώ ο Λούκος δεν είχαμε δει την Πίνα
Μπάους, δεν είχαμε δει τον Ρόμπερτ Ουίλσον, βλέποντας εκεί και άλλους
καλλιτέχνες όπως τη Λόρι Άντερσον συνειδητοποίησα ότι υπάρχει ένα κομμάτι
παραστατικών τεχνών για το οποίο εγώ δεν είχα ιδέα!
Στο Θέατρο Τέχνης
μας είχαν μάθει τον Τσέχωφ, τον Στρίντμπεργκ και τα λοιπά, όσον αφορά τον χορό,
αν κανείς παρακολουθούσε, που εγώ παρακολουθούσα ελάχιστα, ήξερε κανείς τη
Μάρθα Γκράχαμ, δεν είχα δηλαδή την αίσθηση ότι υπάρχει ένα σημείο στο οποίο
αυτοί οι δύο κόσμοι συναντιούνται (Σ.σ. το θέατρο και ο χορός).
Και όταν το
συνειδητοποίησα αποφάσισα ότι αυτός ο τόπος είναι που θέλω να εξερευνήσω».
“Φ” Μιας κι έχεις παρουσιάσει παραστάσεις σου στην
Αμερική, ήθελα να σε ρωτήσω, βρίσκεις διαφορές μεταξύ του ελληνικού και του
αμερικάνικου κοινού;
Ε.Λ. «Ναι, οι
διαφορές είναι τεράστιες, αλλά δεν ξέρω αν έχει νόημα να το αναλύσει κανείς
διότι η κουλτούρα είναι διαφορετική, όχι μόνο της κάθε χώρας αλλά και του κάθε
τόπου. Δηλαδή η κουλτούρα του Νεοϋορκέζου θεατή δεν είναι ίδια με την κουλτούρα
του Καλιφορνέζου, όπως και η κουλτούρα του Αθηναίου θεατή δεν είναι απαραιτήτως
η ίδια με την κουλτούρα του Καλαματιανού ή του Κρητικού ή του Βορειοελλαδίτη.
Αυτό που έχει
ενδιαφέρον ίσως να πει κανείς είναι ότι υπάρχει χοντρικά μία διαφορετική
αντιμετώπιση της Τέχνης στην Αμερική και την Ευρώπη. Φαντάζομαι και στην Ασία,
δεν το έχω ζήσει, φαντάζομαι όμως ότι και από την ανατολική πλευρά της γης
υπάρχει μια διαφορετική αντιμετώπιση στο θέαμα, αλλά σίγουρα αυτό που έζησα και
ζω και ξέρω είναι η διαφορά της κουλτούρας σε ό,τι αφορά τις παραστατικές
τέχνες σ’ ένα σύστημα ευρωπαϊκό και σ’ ένα σύστημα αμερικάνικο».
“Φ” Έχω την αίσθηση ότι στην περιφέρεια υπάρχει μια μικρή
δυσκολία ν’ ανοιχτεί το κοινό προς το θέαμα που είναι λίγο διαφορετικό, που δεν
είναι καθαρά θέατρο ή καθαρά χορός, που είναι κάτι ενδιάμεσο ή κάτι «περίεργο».
Γιατί πιστεύεις ότι συμβαίνει αυτό, είναι έλλειψη παιδείας ή κάτι άλλο;
Ε.Λ. «Όχι, όχι.
Είναι αναλογία. Δηλαδή θέλω να πω και στην Αθήνα το κοινό που τρέχει στους
δρόμους, που πηγαίνει στην Άννα Βίσση ή στο ποδόσφαιρο δεν είναι το ίδιο κοινό
το οποίο έρχεται απαραιτήτως και παρακολουθεί τις παραστάσεις του Φεστιβάλ
Αθηνών που είναι λίγο πιο “ψαγμένες”, λίγο πιο εξεζητημένες.
Απλά αναλογικά
επειδή ο κόσμος είναι πολύ περισσότερος υπάρχουν και πολλοί περισσότεροι
άνθρωποι που έχουν ενδιαφέρον γι’ αυτού του είδους τα θεάματα και οι οποίοι
είναι λίγοι σε σχέση με το μεγάλο κοινό, το ευρύ κοινό.
Συν τοις άλλοις
όταν βρίσκεσαι σ’ έναν τόπο σαν την Αθήνα όπου είναι πιο εύκολο να
παρουσιαστούν πιο πολλοί θίασοι με πιο ψαγμένα πράγματα γιατί θα βρουν το κοινό
τους, κι έτσι το ρίσκο του παραγωγού δεν είναι τεράστιο, είναι πολύ πιο πιθανό
κάποιοι να παρασυρθούν να πάνε να δουν και ν’ αρχίσουν να εκπαιδεύονται.
Το κοινό στην
Καλαμάτα είναι πάρα πολύ εκπαιδευμένο λόγω του Φεστιβάλ χορού τα τελευταία
χρόνια, δεν είναι ένα κοινό όπως ας πούμε σε μια άλλη πόλη που δεν υπάρχει ένα
τέτοιο φεστιβάλ. Επομένως δε θα έλεγα ότι η περιφέρεια δεν είναι έτοιμη για
κάτι τέτοιο. Απλά πρέπει κανείς να εκπαιδεύσει το κοινό. Το κοινό εκπαιδεύεται
και όχι μόνο βλέποντας θέατρο αλλά παίρνοντας μέρος σε σεμινάρια, σαν αυτό που
έκανε η Μαριέλα Νέστορα, παίρνοντας μέρος στα μαθήματα του άλλου σεμιναρίου που
κάνει η Laida και ούτω καθεξής».
“Φ” Φαντάζομαι ότι για να ζεις ακόμα εδώ, στην Ελλάδα, δε
σ’ ενδιαφέρει να φύγεις πάλι στο εξωτερικό…
Ε.Λ. «Όταν πήγα στη
Νέα Υόρκη δεν πήγα με τη διάθεση να μείνω, αλλά με τη διάθεση να εξερευνήσω
και, πέρα από το να γνωρίσω μια άλλη κουλτούρα, να δω λίγο τί συμβαίνει και μ’
εμένα: να βρω τη φωνή μου σαν καλλιτέχνης και να ενηλικιωθώ, γιατί ήμουν 23
χρόνων όταν έφυγα.
Η ανάγκη μου να
ταξιδέψω τη δουλειά μου είναι πολύ μεγάλη και είναι τεράστια επιθυμία μου διότι
μόνο μ’ αυτό τον τρόπο μπορώ και τροφοδοτώ το δοχείο εκείνο μέσα μου το οποίο
ποτίζει τη δημιουργικότητά μου!»
“Φ” Θέλεις να ζεις λοιπόν στην Ελλάδα και όχι έξω…
Ε.Λ. «Νομίζω ότι η
Ελλάδα αυτή τη στιγμή είναι, με όλα της τα προβλήματα και όλες της τις
δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι καλλιτέχνες και είναι τεράστιες σε σχέση με
αυτό που ζει ένας βορειοευρωπαίος καλλιτέχνης, αισθάνομαι ότι είναι ένα γόνιμο
περιβάλλον για να βρίσκεται κανείς και να δημιουργήσει».
“Φ” Πώς θα χαρακτήριζες τον εαυτό σου, αν έπρεπε να
βάλεις αναγκαστικά μια “ταμπέλα” (έτσι όπως συνηθίζουμε να κάνουμε εδώ στην
Ελλάδα, καταρρακώνοντας τους πολυτάλαντους ανθρώπους). Είσαι περφόρμερ, ηθοποιός,
χορογράφος, τοπογράφος, αρχιτέκτων, τί είσαι τέλος πάντων; (γέλια)
Ε.Λ. «Είμαι
αβέβαιος. Είμαι πολύ αβέβαιος για το τί είμαι. Και όσο περνούν τα χρόνια τόσο
λιγότερο με ενδιαφέρει να το ορίσω και να το “κλείσω”. Όσο περνούν τα χρόνια
χαίρομαι, αγαλλιάζει η ψυχή μου να μένει ανοιχτό, να μπορώ να είμαι και
ερμηνευτής και δημιουργός και σύμβουλος και εραστής και τα πάντα, δηλαδή ας
είναι ένα ανοιχτό πράγμα αυτό που είμαστε, ας μην κλείσει, για να μπορούμε να
είμαστε δημιουργικοί, γιατί όταν κλείνει κάτι αυτομάτως πρέπει να εξυπηρετήσεις
τον τίτλο και χάνεις την ουσία. Η ουσία είναι πολύ πιο σημαντική απ’ τον
τίτλο».
Στο σημείο αυτό
έπρεπε να αποδεσμεύσω τον ευγενέστατο Ευριπίδη Λασκαρίδη που ένοιωθα ότι κάθε
σφυριά των τεχνικών που «κάρφωναν» το σκηνικό όση ώρα μιλούσαμε, του
δημιουργούσε την ανάγκη να δει αν ήταν στο σωστό σημείο!
Προσωπικά ανυπομονώ
να δω την παράστασή του το βράδυ (Στούντιο Μεγάρου χορού στις 22.00). Εσείς;
Συνέντευξη στην
ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου