Δευτέρα 1 Αυγούστου 2016

«Ο θυμός είναι ένας καλός βατήρας για να δημιουργήσουμε άλλες συνθήκες»

Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΙΜΟΥΛΗΣ ΜΙΛΑ ΣΤΗΝ «Φ» ΓΙΑ ΤΟΝ «ΠΛΟΥΤΟ» ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Ο Γιώργος Κιμούλης είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις συνομιλητή και συνεντευξιαζόμενου. Θα περίμενε κανείς ότι πρόκειται για μία εκρηκτική προσωπικότητα, η ηρεμία όμως και η γλυκύτητά του με εκπλήσσει κάθε φορά που τον συναντώ στα παρασκήνια.
          Αυτό που τον κάνει εξαιρετικά ενδιαφέροντα ως συνεντευξιαζόμενο είναι ότι δεν μασάει τα λόγια του. Δεν υπεκφεύγει, ούτε επιλέγει ποιά ερώτηση θα απαντήσει και ποιά όχι. Δεν τον απασχολεί αν θα δυσαρεστήσει μερίδα των θεατών με διαφορετικές πολιτικές πεποιθήσεις. Εξάλλου, ακόμα και εκείνοι τον ακολουθούν πιστά στις θεατρικές του μεταμορφώσεις τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες.

-------------------------------------------------------------------------------------------
Της ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
-------------------------------------------------------------------------------------------

          Από το “Ελεύθερο Θέατρο” όπου ξεκίνησε την καριέρα του στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και υπήρξε ο πρώτος θίασος ομαδικής σκηνοθεσίας στην Ελλάδα, ο Γιώργος Κιμούλης δεν έχει σταματήσει ποτέ να παίζει στο θέατρο και να σκηνοθετεί.
Τα σχέδιά του για τη θεατρική σαιζόν που μας έρχεται περιλαμβάνουν τρεις σκηνοθεσίες. Στο θέατρο “Μουσούρη”, το έργο του Αλεξάντερ Γκέλμαν, «Και τώρα οι δυο μας», με τους Πέτρο Φιλιππίδη και Λυδία Κονιόρδου, έργο στο οποίο είχε πρωταγωνιστήσει και ο ίδιος πριν από αρκετά χρόνια, στο θέατρο “Από μηχανής”, το έργο «Ποιός φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ», του Έντουαρντ Άλμπι και στο θέατρο “Άλμα”, τις «Επικίνδυνες Σχέσεις» του Λακλό, στο οποίο εκτός της σκηνοθεσίας, θα ερμηνεύσει και το ρόλο του Βαλμόν.
          Στην ερώτηση αν προτιμά περισσότερο τον ρόλο του σκηνοθέτη ή του ηθοποιού, απαντά ότι επιλέγει το αν θα σκηνοθετήσει ή όχι ένα έργο «ανάλογα με την πρώτη ερμηνεία» που θα κάνει σ’ αυτό. «Κάποια έργα τα ερμηνεύω μέσω ενός συγκεκριμένου ρόλου», λέει, «οπότε εκεί προτιμώ να το σκηνοθετήσει κάποιος άλλος. Η επιλογή της σκηνοθεσίας ή όχι είναι θέμα εντιμότητας απέναντι στους σκηνοθέτες και τους άλλους ρόλους».
          Ας δούμε λοιπόν τί λέει ο Γιώργος Κιμούλης για την φετινή του παράσταση, τον “Πλούτο”, που διασκεύασε και σκηνοθέτησε με πρωταγωνιστές τον ίδιο και τους Γιάννη Μπέζο και Πέτρο Φιλιππίδη.
          Η συζήτηση φυσικά έχει πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές προεκτάσεις, όπως και η αρχαία κωμωδία του Αριστοφάνη που σκηνοθετεί.

Ο “ΠΛΟΥΤΟΣ” ΚΑΙ Ο ΠΛΟΥΤΟΣ
Στην παράσταση του «Πλούτου» όπου παίζει και σκηνοθετεί, ο Γιώργος Κιμούλης κρατάει, εκτός από τον ομώνυμο ρόλο του Πλούτου, και τον ρόλο της Πενίας. Τον ρωτάω γιατί θέλησε να υποδυθεί δύο αντίθετα πράγματα στην ίδια παράσταση και ποιό είναι το νόημα του έργου.
«Κατ’ αρχάς στο έργο θίγεται εμφανώς η διαφορά μεταξύ ατομικού πλούτου και συλλογικού πλούτου. Φτωχό κράτος και λίγοι πλούσιοι πολίτες; Ή πλούσιο κράτος και κατ’ επέκταση όλοι οι πολίτες πλούσιοι; Επίσης εγείρεται το ερώτημα “τι είναι πλούτος”; Είναι μόνο το χρήμα;
…Συνήθως ο άνθρωπος, που αποκτά πλούτο, επικεντρώνει την έννοια του πλούτου στο χρήμα και νιώθει πλήρης. Βιώνει μία ψευδαίσθηση πληρότητας. Τις περισσότερες φορές τα πολλά χρήματα σε έναν άνθρωπο γεννούν μία ψευδαίσθηση πληρότητας, αλλά παράλληλα στο ίδιο πρόσωπο γεννιέται, λόγω ανυπαρξίας ιδεών, μία αφόρητη πενία».
«Το έργο θίγει επίσης ένα βασικό στοιχείο λειτουργίας των ανθρώπων μέσα σε μία άλλου είδους συλλογικότητα. Είναι ζητούμενο το “μαζί”. Που κι αυτό έχει χαθεί και βεβαίως σε πολλά αυτιά ηχεί ανεκδοτολογικά».
«Το μεγάλο έγκλημα είναι αυτό», συνεχίζει. «Αλλάζει χρόνο με το χρόνο και με μεγάλη ταχύτητα συνολικά ο ανθρωπολογικός τύπος και μάλιστα προς το χειρότερο».
Γιατί συμβαίνει όμως αυτό; «Γιατί ο άνθρωπος δεν έχει ιδέες. Γίνεται φτωχός σε ιδέες. Οι ιδέες έχουν άμεση σχέση με το μέλλον. Με το όνειρο. Με την ελπίδα. Με την αλλαγή συνθηκών.
...Όταν όλα αυτά θεωρούνται μάταια, γιατί ο καθένας μόνος του πιστεύει ότι δεν μπορεί να αλλάξει τις συνθήκες που τον περιβάλλουν, το μόνο που μπορεί να κάνει, είναι να προσαρμοστεί σ’ αυτές. Έτσι βυθίζεται στην αντίληψη ότι ουδείς δυνατότερος του περιβάλλοντός του. Αυτή είναι η κατρακύλα του ανθρώπινου γένους». Προσθέτει, ωστόσο με αισιοδοξία: «πιστεύω όμως ότι οι νέες γενιές θα αντιδράσουν. Αυτή είναι η ελπίδα που έχω».
Στην παράσταση άραγε γίνεται κριτική στην κυβέρνηση, όπως συνηθιζόταν από τα χρόνια του Αριστοφάνη να γίνεται σάτιρα των κυβερνώντων ή η σημερινή κυβέρνηση πέφτει στα «μαλακά»; «Και βέβαια κριτικάρουμε την σημερινή συνθήκη. Η κυβέρνηση δεν πέφτει ούτε στα “μαλακά” ούτε στα... “σκληρά”, λέει με χιούμορ.
Τον ρωτώ γιατί επέλεξε να σκηνοθετήσει φέτος τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη. «Λόγω θέματος. Πιστεύω ότι η έννοια πλούτος έχει πλέον χάσει την πραγματική της ουσία. Όταν ακούμε τη λέξη “πλούτος” το μυαλό όλων πηγαίνει στα πολλά λεφτά.
Κι αυτό γιατί η αντίληψη του ανθρώπου έχει διαμορφωθεί με τέτοιον τρόπο ώστε έχει κάνει το χρήμα, το οποίο ήταν ένα απλό εργαλείο ανταλλαγής προϊόντων, το μοναδικό προϊόν που παράγει ο άνθρωπος».

Ο ΠΛΟΥΤΟΣ, Η ΕΛΛΑΔΑ
ΚΑΙ ΤΑ ΔΑΝΕΙΑ
Αναρωτιέμαι εάν αυτό που περιγράφει συμβαίνει ακόμα και σήμερα που στην Ελλάδα δεν υπάρχει τόσος πλούτος. Πριν προλάβω να τελειώσω την ερώτηση ο Γιώργος Κιμούλης απαντά, «Ακριβώς επειδή δεν υπάρχει πλούτος συμβαίνει. Δηλαδή το όνειρο του καθενός έχει άμεση σχέση με αυτό που δεν έχει. Κι όταν πλέον οι πάντες βοηθούν στο να σε πείσουν ότι αυτό που πρέπει να αποκτήσεις πάνω απ’ όλα είναι τα λεφτά, μυθοποιείται ακόμα πιο πολύ η έννοια του χρηματικού πλούτου».
Και αμέσως μετά συμπληρώνει, «ο πραγματικός πλούτος όμως είναι άλλα πράγματα... Είναι οι ιδέες, η έμπνευση, το να νοιώθεις συναισθήματα, να εκτιμάς τους άλλους, η ποίηση. Πάνω απ’ όλα πρέπει να εκτιμάς τους ανθρώπους όχι να μαζεύεις λεφτά».
«Ειδικά, δε, σε σχέση με αυτό το συγκεκριμένο έργο, ξεχνάμε τις περισσότερες φορές ένα βασικό στοιχείο: το πού πηγαίνει ο Αριστοφάνης στο τέλος του έργου τον Πλούτο. Τον παίρνει από το σπίτι του πρωταγωνιστή και τον πηγαίνει στο θησαυροφυλάκιο του κράτους. Στον οπισθόδομο.
…Υπαινίσσεται δηλαδή, ή μάλλον είναι μια εμφανής και ξεκάθαρη δήλωση ότι όταν το κράτος είναι πλούσιο, τότε θα είναι πλούσιοι και οι πολίτες του. Έτσι θα μπορέσουν οι πολίτες να αντιμετωπίσουν την έννοια “πλούτος” σε σχέση με τις αξίες τους».
Εάν βέβαια το κράτος θέλει να μοιραστεί τον πλούτο του με τους πολίτες του, σημειώνω, γιατί έχουμε δει και τέτοια παραδείγματα, προσπαθώντας να τον «τσιγκλίσω» να μου πει κι άλλα...
«Δεν έχουμε δει και πάρα πολλά τέτοια παραδείγματα», με διορθώνει ήπια. «Αυτή η χώρα (Σ.σ. η Ελλάδα), ανέκαθεν ήταν φτωχή. Άλλο είναι το γεγονός ότι στην ιστορία μας είχαμε πολλούς πολιτικούς, δηλαδή διαχειριστές της κρατικής οικονομίας, που κινήθηκαν σε επίπεδο “ρεμούλας” κι έφαγαν δημόσιο χρήμα».
«Αυτό όμως είναι άλλο πράγμα», προσθέτει. «Ανέκαθεν η Ελλάδα ήταν ένα φτωχό κράτος». Ρωτάω αφελώς «γιατί» για να προχωρήσω την συζήτηση παρακάτω.
  «Έχω την εντύπωση ότι αυτό ξεκινάει από την ίδρυση αυτού του κράτους. Και η ίδρυση αυτού του κράτους έγινε με έναν πολύ περίεργο τρόπο. Κάποιοι άλλοι αποφάσισαν να διαμορφώσουν ένα ενιαίο κράτος και στη συνέχεια το δάνεισαν με το… “καλημέρα”.
...Και αυτό άφησε μια ιστορία όπου η οικονομία αυτής της χώρας στηριζόταν ανέκαθεν στις δανειοδοτήσεις. Γιατί κανείς δεν σου δίνει δάνειο αν μπορείς να απεμπλακείς από αυτό. Το βασικό μυστικό του δανείου είναι ότι δεν μπορείς να απεμπλακείς από τον δανειστή σου».
Όλο αυτό μου ακούγεται εξαιρετικά δυστοπικό και επιμένω ελπίζοντας να μην έχω καταλάβει καλά ότι αυτή τη στιγμή ως χώρα είμαστε σε αυτό το σημείο. Δηλαδή της μη απεμπλοκής. Ο Γιώργος Κιμούλης το επιβεβαιώνει λέγοντας ασυνήθιστα, για εκείνον, απαισιόδοξα: «Υπάρχει ο κίνδυνος να μην υπάρξει ποτέ απεμπλοκή».

«ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ 
ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ»
Επανέρχεται όμως γρήγορα στην αισιόδοξη πλευρά του. «Για να μπορέσει να υπάρξει απεμπλοκή, η πρώτη κίνηση που πρέπει να γίνει είναι να επιστρέψουν οι πολίτες στον χώρο της πολιτικής».
«Ζούμε σε μια χώρα», τονίζει, «που έχουμε αφήσει τους πολιτικούς να συμπεριφέρονται σαν να είναι δική τους, κι εμείς σαν να είμαστε οι φιλοξενούμενοί τους. Γι’ αυτό και μας μαλώνουν όταν κάνουμε μία κίνηση “ιδιοκτήτη”. Όμως η χώρα είναι δική μας και οι πολιτικοί είναι οι εκπρόσωποί μας».
Συμπληρώνει επίσης ότι «έχουμε φτάσει σε ένα σημείο κι εμείς οι ίδιοι να συμπεριφερόμαστε πολλές φορές σαν να είμαστε φιλοξενούμενοι αυτής της χώρας. Κι αυτό έχει άμεση σχέση με την απομάκρυνση των πολιτών από την πολιτική. Γιατί η πολιτική πάνω απ’ όλα ανήκει στους πολίτες. Και μετά στους πολιτικούς».
Τον ρωτάω πώς εξηγεί το γεγονός ότι η αποχή των πολιτών από την πολιτική μεγαλώνει όλο και περισσότερο με την πάροδο των χρόνων, αντί να συμβαίνει το αντίθετο.
«Το σχέδιο του συστήματος είναι ακριβώς αυτό», μου απαντά με σιγουριά. «Και δεν είναι μόνο εδώ, είναι παγκόσμιο το φαινόμενο. Όσο λιγότερο ασχολούνται οι πολίτες με την πολιτική, τόσο πιο εύκολα κάνουν οι άλλοι τη δουλειά τους».
Του ζητάω να γίνει λίγο πιο συγκεκριμένος. Τί εννοεί όταν λέει οι «άλλοι». «Εννοώ τη διαπλοκή των μεγάλων συμφερόντων, των τραπεζών, των περίφημων χρηματοοικονομικών οργανώσεων».
Και όταν όλα αυτά είναι ανεξάρτητα από κράτη και κυβερνήσεις; «Είναι, μεν, ανεξάρτητοι, αλλά έχουν ανάγκη τη στήριξη της κάθε κυβέρνησης, του κάθε κράτους».

ΔΙΑΦΘΟΡΑ, ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 
Η κουβέντα φτάνει από μόνη της στη διαφθορά, που είναι και ένα από τα βασικά θέματα της παράστασης που σκηνοθετεί φέτος ο Γιώργος Κιμούλης. «Διαφθορά με όλα τα γράμματα κεφαλαία», λέει επεξηγώντας την τελευταία του φράση.
Παρατηρώ ότι διαφθορά και δάνεια, υπήρχαν πάντα στην ιστορία της χώρας. «Αυτό το “πάντα” καλό είναι να αναφέρεται πια σε σχέση με τον παρελθόντα χρόνο και όχι στον μέλλοντα. Ένα στοιχείο το οποίο μας έχει κληροδοτήσει όλο αυτό το σύστημα είναι ότι δεν πιστεύουμε πλέον στην αλλαγή του κόσμου».
«Οι περισσότεροι από εμάς παλεύουν να προσαρμοστούν σε αυτόν. Η περίφημη έννοια της αλλαγής των πραγμάτων ηχεί ανεκδοτολογικά για τους περισσότερους».
«Υπάρχει πλήρης ηττοπάθεια», μου λέει ο Γιώργος Κιμούλης, κάτι που μου είχε πει και τρία χρόνια πριν, σε συνέντευξή του εδώ στην “ΦΩΝΗ”, με αφορμή την παράσταση της «Μήδειας» στην οποία πρωταγωνιστούσε. «Γενιά με τη γενιά η ηττοπάθεια μεγαλώνει όλο και περισσότερο στη συνείδηση των ανθρώπων».
 Μαζί με την διαφθορά υπήρχε επίσης από την εποχή του Αριστοφάνη και η άνιση κατανομή του πλούτου, που είναι και το κύριο θέμα της αρχαίας κωμωδίας την οποία σκηνοθετεί ο Γιώργος Κιμούλης. Γιατί πιστεύει ότι υπάρχει άνιση κατανομή του πλούτου στην Ελλάδα;
«Αυτό είναι το σύστημα του καπιταλισμού. Το κεφάλαιο συσσωρεύεται σε συγκεκριμένα χέρια και είναι κληρονομικό δικαίωμα η μεταφορά του κεφαλαίου από τους γονείς στα παιδιά».
«Και οι υπόλοιποι», συνεχίζει, «είναι απλοί παρατηρητές της κίνησης αυτού του κεφαλαίου, κι ελπίζουν ότι σε μία ψευδοφιλελεύθερη κοινωνία, η οποία είναι δημοκρατική μόνο κατ’ όνομα, θα μπορέσουν κάποια στιγμή και αυτοί να αναπτυχθούν οικονομικά. Το οποίο είναι ψευδέστατο». Και συμπληρώνει ότι «κανείς δεν μπορεί να αναπτυχθεί οικονομικά από τη στιγμή κατά την οποία τα περίφημα “μέσα παραγωγής” είναι στα χέρια αυτών των λίγων».

ΤΑ... «ΚΑΘ’ ΗΜΑΣ»
Πέρυσι το καλοκαίρι υπήρξε μια μεγάλη απογοήτευση όταν πια σιγουρεύτηκαν όλοι ότι δεν υπάρχει μεγάλο περιθώριο αντίδρασης και επαναστατικότητας...
«Χωρίς να θέλω να υποστηρίξω ή να ελπίζω περισσότερο ή λιγότερο σε ό,τι μπορεί να κάνει η συγκεκριμένη κυβέρνηση, αυτό που θέλω να πω είναι ότι αν υπάρχει κάποιο συναίσθημα που μπορεί να μας κατακλύσει, δεν είναι αυτό της απογοήτευσης, αλλά ενός μεγαλύτερου θυμού απέναντι σε αυτά τα κέντρα που ουσιαστικά κατέστειλαν και ισοπέδωσαν αυτό το οποίο ήθελε να κάνει αυτή η κυβέρνηση».
Αναπάντεχα προσθέτει: «Η αλήθεια είναι ότι αυτή η κυβέρνηση έχασε. Και χάσαμε κι εμείς μαζί της». Λέει όμως επίσης ότι «αλίμονό μας αν αφήσουμε να γεννηθεί μία απογοήτευση η οποία θα μεγαλώσει τη ματαιότητα μέσα στο τοπίο της αντίληψής μας».
«Ο θυμός είναι ένας καλός βατήρας», συνεχίζει, «για να δημιουργήσουμε άλλες συνθήκες».
Τί είναι αυτό που είδε στον πρωθυπουργό και τον στήριξε από την πρώτη στιγμή; «Αυτό που είδε όλος ο κόσμος που τον έκανε πρωθυπουργό. Την ελπίδα ότι μπορούν ν’ αλλάξουν κάποια πράγματα».
Και τώρα που είδαμε ότι δεν αλλάζουν και τόσο πολύ τα πράγματα; «Ας ελπίζουμε ότι τα επόμενα χρόνια θα γίνει κάποια προσπάθεια. Επιστρέφω σε αυτό που είπα πριν. Όσο αφήνουμε μία κυβέρνηση, όποια κυβέρνηση και αν είναι αυτή, να λειτουργεί ερήμην των πολιτών δεν πρόκειται να γίνει τίποτα. Καμμία αλλαγή δεν πρόκειται να υπάρξει».
Αναφέρεται άραγε στην τωρινή κυβέρνηση ότι λειτουργεί ερήμην των πολιτών; «Αναφέρομαι στο ότι καμμία κυβέρνηση δεν μπορεί να λειτουργεί για τους πολίτες από τη στιγμή που και οι πολίτες δεν λειτουργούν για τη χώρα τους. Για την πολιτική μάλλον συνθήκη της χώρας τους».
Τί μπορεί να κάνει επομένως ο καθένας από εμάς ξεχωριστά, εκτός από το να ψηφίζει κατ’ αρχάς... «Υπάρχουν και άλλοι τρόποι αντίδρασης και συμμετοχής στα κοινά. Δεν υπάρχει μόνο η ανά τετραετία, τριετία ή διετία εκλογική παρουσία του πολίτη στην εκλογική μάχη».
          «Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι», υπογραμμίζει ο Γιώργος Κιμούλης. «Υπάρχει ο κινηματικός τρόπος. Υπάρχει η έννοια του ακτιβισμού. Στην καθημερινότητά μας, στις δομές που επιτρέπει αυτή η υποτιθέμενη δημοκρατία. Γιατί υπάρχουν οι δυνατότητες. Πρέπει να ξυπνήσουμε. Αρκετά κράτησε αυτός ο “πολιτικός ύπνος”. Δεν πρέπει να σηκώνουμε τα χέρια ψηλά όταν μας το ζητάει το σύστημα».

ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΚΑΙ ΟΙ ΔΑΝΕΙΣΤΕΣ

          Παρότι έχει μία πολύ ξεκάθαρη ιδέα για το πώς πρέπει να είναι η πολιτική και οι πολιτικοί, ο Γιώργος Κιμούλης επιμένει να μην θέλει να αναλάβει πολιτικό αξίωμα. Τον καλύπτει η πολιτική που ασκεί μέσα από το θέατρο ή τον δημόσιο λόγο του;
          «Ναι, επιμένω να μην συμμετέχω σε μία διαχείριση της εξουσίας. Γιατί είναι άλλη η δουλειά μου. Δεν μπορούν να κάνουν όλοι όλες τις δουλειές. Παρ’ όλα αυτά με τον τρόπο μου υπάρχω κοινωνικοπολιτικά. Και όχι μόνο μέσα από τα καλλιτεχνικά μου έργα».
          Προσθέτει επίσης ότι «αυτό είναι άλλο ένα παραμύθι (Σ.σ. ή μάλλον «παραμύθα» όπως χαρακτηριστικά λέει), που το ζήσαμε πολλά χρόνια. Όταν λέει ένας καλλιτέχνης “ό,τι είναι να πω θα το πω μέσα από το έργο μου”, δεν φτάνει. Χρειάζεται και μια άλλου είδους συμμετοχή. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι αυτή η συμμετοχή έχει άμεση σχέση με την ανάληψη μιας θέσης που διαχειρίζεται την οποιαδήποτε εξουσία».
           Τον ρωτάω εάν δυσαρεστήθηκε πέρυσι το καλοκαίρι που η περιοδεία της παράστασής του «Ηλέκτρας» ακυρώθηκε. «Όχι, δεν δυσαρεστήθηκα... Θύμωσα...». Με ποιόν, τον ρωτάω. «Τα capital control δεν τα επέβαλε η κυβέρνηση, τα επέβαλαν απ’ έξω. Από κει και πέρα αν η συνέχεια ήταν η σωστή ή δεν ήταν και αν η συνέχεια θα έπρεπε να ήταν διαφορετική είναι κάτι το οποίο μπορεί να συζητηθεί αλλά έχω την εντύπωση ότι τώρα πια όποιο συμπέρασμα και αν βγάλουμε δε θα έχει και καμμία ουσία».
          «Θα ήταν πολύ δύσκολη όλη αυτή η απότομη σύγκρουση, η απότομη διάρρηξη των σχέσεων με τους δανειστές μας», συνεχίζει. «Από τότε που η χώρα άρχισε να κινείται μέσα στα πλαίσια της τότε ΟΝΕ, κατασκευάσαμε σιγά σιγά με την πάροδο του χρόνου μία χώρα που ουσιαστικά δεν παράγει τίποτα. Αν λοιπόν η αποκοπή ήταν απότομη, θα είχαμε πολλά προβλήματα που θα οδηγούσαν σε ακόμα μεγαλύτερη δυστυχία και καταστροφή. Αυτό πιστεύω. Μπορεί βέβαια να κάνω και λάθος, δεν είμαι οικονομολόγος».
          «Ελπίζαμε ότι οι δανειστές μας θα καταλάβαιναν κινούμενοι μέσα σε κάποια δημοκρατική, αν θέλετε, αντίληψη όλο αυτό το οποίο συμβαίνει σ’ αυτή τη χώρα. Δεν το κατάλαβαν.  Αδιαφόρησαν. Γι’ αυτό πιστεύω ότι η επιλογή του να τα βάλει κανείς με τον ΣΥΡΙΖΑ ή με τον Τσίπρα, είναι ευκολία».
          «Κανονικά θα έπρεπε “να τα βάλουμε” με αυτούς που ουσιαστικά μας κονιορτοποίησαν». Οι οποίοι είναι... «η υποτιθέμενη Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα κεφάλια της ευρωπαϊκής ένωσης. Γι’ αυτό και η κυβέρνηση αυτή θέλει μεγαλύτερη στήριξη. Και αν κριθεί εντελώς ανέντιμη γι’ αυτή τη στήριξη, ή αν και αυτή συμπεριφερθεί όπως και οι προηγούμενες, τότε οφείλουμε να της γυρίσουμε την πλάτη. Και να βρούμε άλλους εκπροσώπους».
          «Το πρώτο όμως και βασικό – αρχικό στάδιο είναι η επιστροφή, επαναλαμβάνω, των πολιτών στην πολιτική», λέει ακούραστα ο Γιώργος Κιμούλης. «Κάτι που έγινε», συμπληρώνει, «πριν αναλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ την εξουσία. Και μετά πολύ εύκολα οι πολίτες απογοητεύτηκαν. Πιστεύω πως αυτό είναι λάθος».
          Κάπου εδώ κλείνουμε την κουβέντα μας γιατί η ώρα έχει πια περάσει και οι θεατές σε λίγο θ’ αρχίσουν να καταφτάνουν στο θέατρο. Αναρωτιέμαι αν την επόμενη φορά που θα συναντηθούμε θα έχει αλλάξει καθόλου αυτή η χώρα. Αν θα έχουν επιστρέψει οι πολίτες στην πολιτική ή η αισιοδοξία στην υπόλοιπη χώρα. Γιατί ο ίδιος ο Γιώργος Κιμούλης δεν χάνει εύκολα το χαμόγελό του. Όσο δύσκολες και αν είναι οι συνθήκες στις οποίες δημιουργεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου